εκκολαπτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εκκολαπτικός | η | εκκολαπτική | το | εκκολαπτικό |
| γενική | του | εκκολαπτικού | της | εκκολαπτικής | του | εκκολαπτικού |
| αιτιατική | τον | εκκολαπτικό | την | εκκολαπτική | το | εκκολαπτικό |
| κλητική | εκκολαπτικέ | εκκολαπτική | εκκολαπτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εκκολαπτικοί | οι | εκκολαπτικές | τα | εκκολαπτικά |
| γενική | των | εκκολαπτικών | των | εκκολαπτικών | των | εκκολαπτικών |
| αιτιατική | τους | εκκολαπτικούς | τις | εκκολαπτικές | τα | εκκολαπτικά |
| κλητική | εκκολαπτικοί | εκκολαπτικές | εκκολαπτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εκκολαπτικός < εκκολάπτω + -τικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική incubateur)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη εκκολάπτω
Μεταφράσεις
εκκολαπτικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.