εκκλησούλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκκλησούλα οι εκκλησούλες
      γενική της εκκλησούλας
    αιτιατική την εκκλησούλα τις εκκλησούλες
     κλητική εκκλησούλα εκκλησούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εκκλησούλα < εκκλησία + υποκοριστικό επίθημα -ούλα < αρχαία ελληνική ἐκκλησία

Προφορά

ΔΦΑ : /e.kliˈsu.la/

Ουσιαστικό

εκκλησούλα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.