εκκλησιασμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εκκλησιασμός | οι | εκκλησιασμοί |
| γενική | του | εκκλησιασμού | των | εκκλησιασμών |
| αιτιατική | τον | εκκλησιασμό | τους | εκκλησιασμούς |
| κλητική | εκκλησιασμέ | εκκλησιασμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
_04.jpg.webp)
χριστιανοί κατά τον εκκλησιασμό
Ετυμολογία
- εκκλησιασμός < (ελληνιστική κοινή) ἐκκλησιασμός
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.kli.si.aˈzmos/
Ουσιαστικό
εκκλησιασμός αρσενικό
- (θρησκεία) η παρακολούθηση της Θείας Λειτουργίας ή άλλης εκκλησιαστικής ακολουθίας ή η (συ)μετοχή σ’ αυτή
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις εκκλησιάζομαι, εκκλησία και καλώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.