εκκινήσιμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εκκινήσιμος | η | εκκινήσιμη | το | εκκινήσιμο |
| γενική | του | εκκινήσιμου | της | εκκινήσιμης | του | εκκινήσιμου |
| αιτιατική | τον | εκκινήσιμο | την | εκκινήσιμη | το | εκκινήσιμο |
| κλητική | εκκινήσιμε | εκκινήσιμη | εκκινήσιμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εκκινήσιμοι | οι | εκκινήσιμες | τα | εκκινήσιμα |
| γενική | των | εκκινήσιμων | των | εκκινήσιμων | των | εκκινήσιμων |
| αιτιατική | τους | εκκινήσιμους | τις | εκκινήσιμες | τα | εκκινήσιμα |
| κλητική | εκκινήσιμοι | εκκινήσιμες | εκκινήσιμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εκκινήσιμος < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική bootable
Επίθετο
εκκινήσιμος, -η, -ο
- (πληροφορική) συσκευή αποθήκευσης (μαγνητική, οπτική, κλπ.) ή εκκινήσιμο διαμέρισμα (bootable partition) αυτής, από την οποία μπορεί να ξεκινήσει ένα υπολογιστικό σύστημα, συνήθως φορτώνοντας το λειτουργικό σύστημα [1]
Υπώνυμα
Αναφορές
- Ενεργά διαμερίσματα και διαχειριστές εκκίνησης (Active Partitions and Boot Managers). Αρχειοθέτηση 2011-10-15. Πρόσβαση 2021-05-03.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.