εκθειαστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εκθειαστικός | η | εκθειαστική | το | εκθειαστικό |
| γενική | του | εκθειαστικού | της | εκθειαστικής | του | εκθειαστικού |
| αιτιατική | τον | εκθειαστικό | την | εκθειαστική | το | εκθειαστικό |
| κλητική | εκθειαστικέ | εκθειαστική | εκθειαστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εκθειαστικοί | οι | εκθειαστικές | τα | εκθειαστικά |
| γενική | των | εκθειαστικών | των | εκθειαστικών | των | εκθειαστικών |
| αιτιατική | τους | εκθειαστικούς | τις | εκθειαστικές | τα | εκθειαστικά |
| κλητική | εκθειαστικοί | εκθειαστικές | εκθειαστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εκθειαστικός < εκθειαστής + -ικός < εκθειάζω
Συνώνυμα
Συγγενικά
- εκθειαστικά
- → δείτε τις λέξεις εκθειάζω, θείος και θεός
Μεταφράσεις
εκθειαστικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.