εκθειασμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εκθειασμός | οι | εκθειασμοί |
| γενική | του | εκθειασμού | των | εκθειασμών |
| αιτιατική | τον | εκθειασμό | τους | εκθειασμούς |
| κλητική | εκθειασμέ | εκθειασμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εκθειασμός < (ελληνιστική κοινή) ἐκθειασμός
Μεταφράσεις
εκθειασμός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.