cela
Γαλλικά
(fr)
Ετυμολογία
cela
<
ce
+
là
Προφορά
ⓘ
Αντωνυμία
cela
(fr)
εκείνο
(
λέγεται για κάτι που είναι πιο μακρυά από κάτι άλλο για το οποίο μόλις μιλήσαμε
)
≠
αντώνυμα
:
ceci
αυτό
εκφράζει ένα άτομο, συνήθως με
περιφρόνηση
ή
οίκτο
Τσεχικά
(cs)
Προφορά
ⓘ
Ουσιαστικό
cela
(cs)
θηλυκό
το
κελί
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.