ça

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

ça < άλλη μορφή, συντομευμένη, του cela

Προφορά

 

Αντωνυμία

ça (fr)

  1. (οικείο) αυτό
  2. (σκωπτικό) χρησιμοποιείται γενικά μιλώντας για πολλά άτομα
  3. το σεξ, η ερωτική επαφή

Επιφώνημα

ça (fr)

  1. χρησιμοποιείται στην αρχή πρότασης που εκφράζει τον θαυμασμό, την απορία, κ.α.
    ça alors ! ! /ça, par exemple ! - άλλο πάλι κι ετούτο! δεν είμαστε καλά! απίστευτο! ...

Ομώνυμα / Ομόηχα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.