ἐκεῖ

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἐκεῖ < ἐκεῖνος (αναδρομικός σχηματισμός) < ἐ- + πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱe (δεικτικό μόριο: εδώ) + *h₁enos (εκείνος) (< *h₁é)

Επίρρημα

ἐκεῖ

  1. εκεί, ἐνθάδε
  2. (κατ’ επέκταση) (μεταφορικά) ο άλλος κόσμος, ο Άδης

  • αιολικός τύπος: κῆ

Συγγενικά

  • ἐκεῖσε, κεῖσε
  • τἀκεῖ (τά ἐκεῖ, όσα συμβαίνουν εκεί)
  • κεῖθι, ἐκεῖθι
  • ἐκεῖνος, κεῖνος, τῆνος (αυτός εκεί, που βρίσκεται εκεί)
  • ἐκείνως (επίρρημα, κατ' εκείνο τον τρόπο)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.