εκδηλώσιμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εκδηλώσιμος | η | εκδηλώσιμη | το | εκδηλώσιμο |
| γενική | του | εκδηλώσιμου | της | εκδηλώσιμης | του | εκδηλώσιμου |
| αιτιατική | τον | εκδηλώσιμο | την | εκδηλώσιμη | το | εκδηλώσιμο |
| κλητική | εκδηλώσιμε | εκδηλώσιμη | εκδηλώσιμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εκδηλώσιμοι | οι | εκδηλώσιμες | τα | εκδηλώσιμα |
| γενική | των | εκδηλώσιμων | των | εκδηλώσιμων | των | εκδηλώσιμων |
| αιτιατική | τους | εκδηλώσιμους | τις | εκδηλώσιμες | τα | εκδηλώσιμα |
| κλητική | εκδηλώσιμοι | εκδηλώσιμες | εκδηλώσιμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
εκδηλώσιμος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.