εκδηλωτικά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εκδηλωτικά < εκδηλωτικός +

Επίρρημα

εκδηλωτικά

  • κατά τρόπο εκδηλωτικό
    • είναι άνθρωπος ευγενής και εκδηλωτικά τρυφερός
    • εκφράζουν εκδηλωτικά τα συναισθήματά τους

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

εκδηλωτικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.