εκβλάστηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκβλάστηση οι εκβλαστήσεις
      γενική της εκβλάστησης* των εκβλαστήσεων
    αιτιατική την εκβλάστηση τις εκβλαστήσεις
     κλητική εκβλάστηση εκβλαστήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκβλαστήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εκβλάστηση < ελληνιστική κοινή ἐκβλάστησις < αρχαία ελληνική ἐκβλαστάνω

Ουσιαστικό

εκβλάστηση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.