εκβλαστήσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
εκβλαστήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκβλαστάνω
- θα εκβλαστήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκβλαστάνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
εκβλαστήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εκβλάστηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.