εκβιαστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εκβιαστικός | η | εκβιαστική | το | εκβιαστικό |
| γενική | του | εκβιαστικού | της | εκβιαστικής | του | εκβιαστικού |
| αιτιατική | τον | εκβιαστικό | την | εκβιαστική | το | εκβιαστικό |
| κλητική | εκβιαστικέ | εκβιαστική | εκβιαστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εκβιαστικοί | οι | εκβιαστικές | τα | εκβιαστικά |
| γενική | των | εκβιαστικών | των | εκβιαστικών | των | εκβιαστικών |
| αιτιατική | τους | εκβιαστικούς | τις | εκβιαστικές | τα | εκβιαστικά |
| κλητική | εκβιαστικοί | εκβιαστικές | εκβιαστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εκβιαστικός < (ελληνιστική κοινή) ἐκβιαστικός
Επίθετο
εκβιαστικός, -ή, -ό
Συγγενικά
- εκβιαστικά
- εκβιαστικώς
- → δείτε τις λέξεις εκβιάζω, βιάζω και βία
Μεταφράσεις
εκβιαστικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.