εκβιαστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκβιαστικός η εκβιαστική το εκβιαστικό
      γενική του εκβιαστικού της εκβιαστικής του εκβιαστικού
    αιτιατική τον εκβιαστικό την εκβιαστική το εκβιαστικό
     κλητική εκβιαστικέ εκβιαστική εκβιαστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκβιαστικοί οι εκβιαστικές τα εκβιαστικά
      γενική των εκβιαστικών των εκβιαστικών των εκβιαστικών
    αιτιατική τους εκβιαστικούς τις εκβιαστικές τα εκβιαστικά
     κλητική εκβιαστικοί εκβιαστικές εκβιαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εκβιαστικός < (ελληνιστική κοινή) ἐκβιαστικός

Επίθετο

εκβιαστικός, -ή, -ό

  1. που αποτελεί μέσον εκβιασμού, που εκβιάζει
  2. που τίθεται χωρίς να προτείνονται ενδιάμεσες λύσεις
    εκβιαστικά διλήμματα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.