εκβαρβαρισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εκβαρβαρισμός οι εκβαρβαρισμοί
      γενική του εκβαρβαρισμού των εκβαρβαρισμών
    αιτιατική τον εκβαρβαρισμό τους εκβαρβαρισμούς
     κλητική εκβαρβαρισμέ εκβαρβαρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εκβαρβαρισμός < εκβαρβαρίζω + -μός < εκ- + βάρβαρος + -ίζω

Ουσιαστικό

εκβαρβαρισμός αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.