εκβαρβαρώσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
εκβαρβαρώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκβαρβαρώνω
- θα εκβαρβαρώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκβαρβαρώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
εκβαρβαρώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εκβαρβάρωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.