εἰκονοστάσιον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ εἰκονοστάσιον τὰ εἰκονοστάσι
      γενική τοῦ εἰκονοστασίου τῶν εἰκονοστασίων
      δοτική τῷ εἰκονοστασί τοῖς εἰκονοστασίοις
    αιτιατική τὸ εἰκονοστάσιον τὰ εἰκονοστάσι
     κλητική ! εἰκονοστάσιον εἰκονοστάσι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  εἰκονοστασίω
γεν-δοτ τοῖν  εἰκονοστασίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εἰκονοστάσιον < αρχαία ελληνική εἰκών + ἵστημι

Ουσιαστικό

εἰκονοστάσιον ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.