εικονοκλαστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εικονοκλαστικός η εικονοκλαστική το εικονοκλαστικό
      γενική του εικονοκλαστικού της εικονοκλαστικής του εικονοκλαστικού
    αιτιατική τον εικονοκλαστικό την εικονοκλαστική το εικονοκλαστικό
     κλητική εικονοκλαστικέ εικονοκλαστική εικονοκλαστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εικονοκλαστικοί οι εικονοκλαστικές τα εικονοκλαστικά
      γενική των εικονοκλαστικών των εικονοκλαστικών των εικονοκλαστικών
    αιτιατική τους εικονοκλαστικούς τις εικονοκλαστικές τα εικονοκλαστικά
     κλητική εικονοκλαστικοί εικονοκλαστικές εικονοκλαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εικονοκλαστικός < εικονοκλάστης / εικονοκλασία + -τικός

Επίθετο

εικονοκλαστικός

  • που έχει σχέση με τον εικονοκλάστη ή την εικονοκλασία ή αναφέρεται σ’ αυτά

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.