εικονοκλασία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εικονοκλασία οι εικονοκλασίες
      γενική της εικονοκλασίας των εικονοκλασιών
    αιτιατική την εικονοκλασία τις εικονοκλασίες
     κλητική εικονοκλασία εικονοκλασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εικονοκλασία < εικόνα + αρχαία ελληνική κλάω / κλῶ

Ουσιαστικό

εικονοκλασία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.