ειδολογικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ειδολογικός η ειδολογική το ειδολογικό
      γενική του ειδολογικού της ειδολογικής του ειδολογικού
    αιτιατική τον ειδολογικό την ειδολογική το ειδολογικό
     κλητική ειδολογικέ ειδολογική ειδολογικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ειδολογικοί οι ειδολογικές τα ειδολογικά
      γενική των ειδολογικών των ειδολογικών των ειδολογικών
    αιτιατική τους ειδολογικούς τις ειδολογικές τα ειδολογικά
     κλητική ειδολογικοί ειδολογικές ειδολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ειδολογικός < είδος + -ο- + -λογικός

Προφορά

ΔΦΑ : /i.ðo.lo.ʝiˈkos/

Επίθετο

ειδολογικός

  1. που σχετίζεται με το είδος ή αναφέρεται σ’ αυτό
  2. που σχετίζεται με την ειδολογία ή αναφέρεται σ’ αυτή
  3. ειδοποιός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.