εθνάρχης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εθνάρχης | οι | εθνάρχες |
| γενική | του | εθνάρχη | των | εθναρχών |
| αιτιατική | τον | εθνάρχη | τους | εθνάρχες |
| κλητική | εθνάρχη | εθνάρχες | ||
| Η γενική ενικού και εθνάρχου σε επίσημο ύφος λόγου. | ||||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εθνάρχης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐθνάρχης (κυβερνήτης έθνους}}.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε έθν(ος) + -άρχης
Προφορά
- ΔΦΑ : /eˈθnaɾ.çis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εθ‐νάρ‐χης
Ουσιαστικό
εθνάρχης αρσενικό
- (τιμητικά) ο αρχηγός κάποιου έθνους
- τίτλος των αρχιεπισκόπων της Κύπρου
- Οδός Εθνάρχου Μακαρίου
Αναφορές
- εθνάρχης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.