εθναρχία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εθναρχία | οι | εθναρχίες |
| γενική | της | εθναρχίας | των | εθναρχιών |
| αιτιατική | την | εθναρχία | τις | εθναρχίες |
| κλητική | εθναρχία | εθναρχίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εθναρχία < (ελληνιστική κοινή) ἐθναρχία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.