εγχυτρισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εγχυτρισμός | οι | εγχυτρισμοί |
| γενική | του | εγχυτρισμού | των | εγχυτρισμών |
| αιτιατική | τον | εγχυτρισμό | τους | εγχυτρισμούς |
| κλητική | εγχυτρισμέ | εγχυτρισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εγχυτρισμός < αρχαία ελληνική ἐγχυτρίζω + -μός < ἐν + χύτρα
Μεταφράσεις
εγχυτρισμός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.