εγκωμιαστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εγκωμιαστής | οι | εγκωμιαστές |
| γενική | του | εγκωμιαστή | των | εγκωμιαστών |
| αιτιατική | τον | εγκωμιαστή | τους | εγκωμιαστές |
| κλητική | εγκωμιαστή | εγκωμιαστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εγκωμιαστής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐγκωμιαστής < ἐγκωμιάζω < → δείτε τη λέξη κῶμος
Προφορά
- ΔΦΑ : /eŋ.ɡo.mi.aˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐γκω‐μι‐α‐στής
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εγ‐κω‐μι‐α‐στής
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη εγκώμιο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.