εγκοινωνισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εγκοινωνισμός | οι | εγκοινωνισμοί |
| γενική | του | εγκοινωνισμού | των | εγκοινωνισμών |
| αιτιατική | τον | εγκοινωνισμό | τους | εγκοινωνισμούς |
| κλητική | εγκοινωνισμέ | εγκοινωνισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εγκοινωνισμός < εν + κοινωνία + -ισμός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική socialisation)
Ουσιαστικό
εγκοινωνισμός αρσενικό
- (νεολογισμός) η κοινωνικοποίηση
- Ο έφηβος, όμως, δεν έχει εισέλθει πλήρως στη σφαίρα της ανάγκης και του φόβου, ο εγκοινωνισμός του δεν έχει ολοκληρωθεί, η ενσωμάτωσή του είναι ημιτελής. (*)
Μεταφράσεις
εγκοινωνισμός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.