εγερτήριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εγερτήριο τα εγερτήρια
      γενική του εγερτηρίου
& εγερτήριου
των εγερτηρίων
    αιτιατική το εγερτήριο τα εγερτήρια
     κλητική εγερτήριο εγερτήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εγερτήριο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

εγερτήριο ουδέτερο

  1. το κάλεσμα για να ξυπνήσει κάποιος το πρωί
  2. το πρωινό ξύπνημα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.