εγερτήριος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εγερτήριος | η | εγερτήρια | το | εγερτήριο |
| γενική | του | εγερτήριου | της | εγερτήριας | του | εγερτήριου |
| αιτιατική | τον | εγερτήριο | την | εγερτήρια | το | εγερτήριο |
| κλητική | εγερτήριε | εγερτήρια | εγερτήριο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εγερτήριοι | οι | εγερτήριες | τα | εγερτήρια |
| γενική | των | εγερτήριων | των | εγερτήριων | των | εγερτήριων |
| αιτιατική | τους | εγερτήριους | τις | εγερτήριες | τα | εγερτήρια |
| κλητική | εγερτήριοι | εγερτήριες | εγερτήρια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εγερτήριος < εγείρω
Επίθετο
εγερτήριος, -α, -ο
- αυτός που εγείρει, που ξυπνάει, που ξεσηκώνει
- εγερτήριος παιάνας
- εγερτήριο σάλπισμα
Μεταφράσεις
εγερτήριος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.