εαρινός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εαρινός | η | εαρινή | το | εαρινό |
| γενική | του | εαρινού | της | εαρινής | του | εαρινού |
| αιτιατική | τον | εαρινό | την | εαρινή | το | εαρινό |
| κλητική | εαρινέ | εαρινή | εαρινό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εαρινοί | οι | εαρινές | τα | εαρινά |
| γενική | των | εαρινών | των | εαρινών | των | εαρινών |
| αιτιατική | τους | εαρινούς | τις | εαρινές | τα | εαρινά |
| κλητική | εαρινοί | εαρινές | εαρινά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εαρινός < → λείπει η ετυμολογία
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.