εἴτε

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

εἴτε < εἴ + τε

Σύνδεσμος

εἴτε (ενίοτε διπλασιασμένο: εἴτε ... εἴτε ...)

  1. είτε, ή
  2. αν (σε πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις)
    Ὅτι δ’ οὐδ’ ἂν ἐναντιωθῆναί μοι δοκεῖ τῇ πράξει ταύτῃ νῦν Ἀρτεμισία τῆς πόλεως οὔσης ἐπὶ τῶν πραγμάτων, μίκρ’ ἀκούσαντες σκοπεῖτε εἴτ’ ὀρθῶς λογίζομαι ταῦτ’ εἴτε μή. (Δημοσθένης, Υπέρ της Ροδίων Ελευθερίας, 11)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.