δυϊστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δυϊστικός | η | δυϊστική | το | δυϊστικό |
| γενική | του | δυϊστικού | της | δυϊστικής | του | δυϊστικού |
| αιτιατική | τον | δυϊστικό | τη | δυϊστική | το | δυϊστικό |
| κλητική | δυϊστικέ | δυϊστική | δυϊστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δυϊστικοί | οι | δυϊστικές | τα | δυϊστικά |
| γενική | των | δυϊστικών | των | δυϊστικών | των | δυϊστικών |
| αιτιατική | τους | δυϊστικούς | τις | δυϊστικές | τα | δυϊστικά |
| κλητική | δυϊστικοί | δυϊστικές | δυϊστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δυϊστικός < δυϊσμός + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική dualiste[1])
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.