δυφιακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δυφιακός | η | δυφιακή | το | δυφιακό |
| γενική | του | δυφιακού | της | δυφιακής | του | δυφιακού |
| αιτιατική | τον | δυφιακό | τη | δυφιακή | το | δυφιακό |
| κλητική | δυφιακέ | δυφιακή | δυφιακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δυφιακοί | οι | δυφιακές | τα | δυφιακά |
| γενική | των | δυφιακών | των | δυφιακών | των | δυφιακών |
| αιτιατική | τους | δυφιακούς | τις | δυφιακές | τα | δυφιακά |
| κλητική | δυφιακοί | δυφιακές | δυφιακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δυφιακός < δυφ(ίο) (μετάφραση της αγγλικής bit) + -ιακός, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική bit (επίθετο)
Επίθετο
δυφιακός
Συγγενικά
- ν-δυφιακός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.