δυφιακά
Νέα ελληνικά (el)
Επίρρημα
δυφιακά
- (πληροφορική) με τρόπο που συσχετίζεται με δυφία
- χρησιμοποιείται ως προσδιοριστικό συνθετικό σε όρους όπως: δυφιακά απεικονιζόμενος, δυφιακά δομημένος κ.ά.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.