δυστοπία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δυστοπία οι δυστοπίες
      γενική της δυστοπίας των δυστοπιών
    αιτιατική τη δυστοπία τις δυστοπίες
     κλητική δυστοπία δυστοπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δυστοπία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική dystopia < αρχαία ελληνική δυσ- + τόπος + -ία (κατ’ αναλογία προς το ουτοπία)

Ουσιαστικό

δυστοπία θηλυκό

  • (νεολογισμός) η (λογοτεχνική, κινηματογραφική κ.λπ.) παρουσίαση μιας (μελλοντικής) κοινωνίας ή ενός κόσμου που έχει καταστραφεί και δυστυχεί
      «Αλληγορική δυστοπία» μπορεί να το χαρακτηρίσει κανείς, με αρκετή ακρίβεια (η όλη σύλληψη φέρνει στον νου τον "Άρχοντα των Μυγών" του ΟΥΙΛΙΑΜ ΓΚΟΛΝΤΙΝΓΚ). «Δυστοπία», διότι παρακολουθεί τη —νομοτελειακή, όπως υπαινίσσεται— πορεία μιας ομάδας μαθητών, έξι έως δεκατριών ετών, που βρίσκονται κυριολεκτικά ουρανοκατέβατοι σε ένα παρθένο, πανέμορφο νησί και πώς καταφέρνουν να μετατρέψουν τον δυνάμει κοινωνικό παράδεισο σε εφιαλτική κόλαση βίας και φόβου. (…) Και είναι, βέβαια, αλήθεια ότι στην εποχή μας, όπου έχει τρέξει πολύ νερό στο αυλάκι της λογοτεχνίας, οι αλληγορίες φαντάζουν λιγάκι ντεμοντέ· οι δυστοπίες πάλι, σίγουρα όχι. (www.kathimerini.gr, 31.08.2014)

Συγγενικά

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.