δυσορθογραφία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δυσορθογραφία | οι | δυσορθογραφίες |
| γενική | της | δυσορθογραφίας | των | δυσορθογραφιών |
| αιτιατική | τη | δυσορθογραφία | τις | δυσορθογραφίες |
| κλητική | δυσορθογραφία | δυσορθογραφίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δυσορθογραφία < δυσ- + ορθογραφία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði.soɾ.θo.ɣɾaˈfi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δυ‐σορ‐θο‐γρα‐φί‐α
Ουσιαστικό
δυσορθογραφία θηλυκό
- (νεολογισμός, ιατρική, εκπαίδευση) είδος μαθησιακής δυσκολίας στην οποία υπάρχει δυσκολία στην κατανόηση των κανόνων ορθογραφίας
- ※ Στις ειδικές μαθησιακές δυσκολίες ανήκει η δυσλεξία, η δυσορθογραφία και η δυσαριθμησία. Σε αυτήν την κατηγορία η αιτία είναι πάντα βιολογική, καθώς τα παιδιά γεννιούνται με αυτές τις δυσκολίες και στη συντριπτική πλειονότητα οφείλεται σε κληρονομικότητα. (Γιώργος Παυλίδης: Είναι έγκλημα να πάει ένα παιδί σε ειδικό σχολείο από λάθος διάγνωση, Μακεδονία, 27 Φεβρουαρίου 2019)
Μεταφράσεις
δυσορθογραφία
|
|
Πηγές
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.