μαθησιακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μαθησιακός | η | μαθησιακή | το | μαθησιακό |
| γενική | του | μαθησιακού | της | μαθησιακής | του | μαθησιακού |
| αιτιατική | τον | μαθησιακό | τη | μαθησιακή | το | μαθησιακό |
| κλητική | μαθησιακέ | μαθησιακή | μαθησιακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μαθησιακοί | οι | μαθησιακές | τα | μαθησιακά |
| γενική | των | μαθησιακών | των | μαθησιακών | των | μαθησιακών |
| αιτιατική | τους | μαθησιακούς | τις | μαθησιακές | τα | μαθησιακά |
| κλητική | μαθησιακοί | μαθησιακές | μαθησιακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ma.θi.si.aˈkos/
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.