δυαρχία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δυαρχία οι δυαρχίες
      γενική της δυαρχίας των δυαρχιών
    αιτιατική τη δυαρχία τις δυαρχίες
     κλητική δυαρχία δυαρχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δυαρχία < ελληνιστική κοινή δυαρχία < αρχαία ελληνική δύο + ἄρχω

Ουσιαστικό

δυαρχία θηλυκό

  1. η εξουσία που την ασκούν συγχρόνως δύο άρχοντες, δύο αρχές
  2. (φιλοσοφία) δυϊσμός, όταν υπάρχουν δύο θεωρητικές αρχές

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.