Δρυάδες

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Δρυάδες < αρχαία ελληνική δρῦς και κατάληξη -άδες κατά το Υάδες

Ουσιαστικό

Δρυάδες θηλυκό, ενικ. δρυάς

νύμφες της αρχαία ελληνικής μυθολογίας που ζούσαν σε δρυμούς δρυών

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.