δραχμοβίωτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δραχμοβίωτος | η | δραχμοβίωτη | το | δραχμοβίωτο |
| γενική | του | δραχμοβίωτου | της | δραχμοβίωτης | του | δραχμοβίωτου |
| αιτιατική | τον | δραχμοβίωτο | τη | δραχμοβίωτη | το | δραχμοβίωτο |
| κλητική | δραχμοβίωτε | δραχμοβίωτη | δραχμοβίωτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δραχμοβίωτοι | οι | δραχμοβίωτες | τα | δραχμοβίωτα |
| γενική | των | δραχμοβίωτων | των | δραχμοβίωτων | των | δραχμοβίωτων |
| αιτιατική | τους | δραχμοβίωτους | τις | δραχμοβίωτες | τα | δραχμοβίωτα |
| κλητική | δραχμοβίωτοι | δραχμοβίωτες | δραχμοβίωτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
δραχμοβίωτος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.