δραπέτευση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δραπέτευση οι δραπετεύσεις
      γενική της δραπέτευσης* των δραπετεύσεων
    αιτιατική τη δραπέτευση τις δραπετεύσεις
     κλητική δραπέτευση δραπετεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, δραπετεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δραπέτευση < δραπετεύω

Ουσιαστικό

δραπέτευση θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.