δραπετεύσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

δραπετεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δραπετεύω
  2. θα δραπετεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δραπετεύω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

δραπετεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του δραπέτευση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.