δουλευτής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δουλευτής οι δουλευτές
      γενική του δουλευτή των δουλευτών
    αιτιατική τον δουλευτή τους δουλευτές
     κλητική δουλευτή δουλευτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δουλευτής < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή δουλευτής < αρχαία ελληνική δουλεύω < δοῦλος [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ðu.leˈftis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δουλευτής

Ουσιαστικό

δουλευτής αρσενικό (θηλυκό δουλεύτρα)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.