δοσομετρικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δοσομετρικός η δοσομετρική το δοσομετρικό
      γενική του δοσομετρικού της δοσομετρικής του δοσομετρικού
    αιτιατική τον δοσομετρικό τη δοσομετρική το δοσομετρικό
     κλητική δοσομετρικέ δοσομετρική δοσομετρικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δοσομετρικοί οι δοσομετρικές τα δοσομετρικά
      γενική των δοσομετρικών των δοσομετρικών των δοσομετρικών
    αιτιατική τους δοσομετρικούς τις δοσομετρικές τα δοσομετρικά
     κλητική δοσομετρικοί δοσομετρικές δοσομετρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δοσομετρικός < δοσομετρητής + -ικός

Επίθετο

δοσομετρικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.