δοσομετρητής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δοσομετρητής οι δοσομετρητές
      γενική του δοσομετρητή των δοσομετρητών
    αιτιατική τον δοσομετρητή τους δοσομετρητές
     κλητική δοσομετρητή δοσομετρητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δοσομετρητής < δόσ(η) + -ο- + -μετρητής

Ουσιαστικό

δοσομετρητής αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.