δοσομετρητής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | δοσομετρητής | οι | δοσομετρητές |
| γενική | του | δοσομετρητή | των | δοσομετρητών |
| αιτιατική | τον | δοσομετρητή | τους | δοσομετρητές |
| κλητική | δοσομετρητή | δοσομετρητές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
Μεταφράσεις
δοσομετρητής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.