δοσολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δοσολογία | οι | δοσολογίες |
| γενική | της | δοσολογίας | των | δοσολογιών |
| αιτιατική | τη | δοσολογία | τις | δοσολογίες |
| κλητική | δοσολογία | δοσολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δοσολογία < δό(σις) δόση + -ο- + -λογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðo.so.loˈʝi.a/
Παράγωγα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.