υπερδοσολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπερδοσολογία οι υπερδοσολογίες
      γενική της υπερδοσολογίας των υπερδοσολογιών
    αιτιατική την υπερδοσολογία τις υπερδοσολογίες
     κλητική υπερδοσολογία υπερδοσολογίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υπερδοσολογία < υπερ- + δοσολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /i.peɾ.ðo.so.loˈʝi.a/

Ουσιαστικό

υπερδοσολογία θηλυκό

  • η υπέρβαση συνιστώμενης δόσης (σχεδόν πάντα για φάρμακο)
    Η υπερδοσολογία του κατέστρεψε τα νεφρά· το συκώτι του ήταν σε κάπως καλύτερη κατάσταση. Ο κομπογιαννίτης «θεραπευτής» του δεν είχε πτυχίο ιατρικής· η συνταγή ήταν παράνομη.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.