δοσατζού
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δοσατζού | οι | δοσατζούδες |
| γενική | της | δοσατζούς | των | δοσατζούδων |
| αιτιατική | τη | δοσατζού | τις | δοσατζούδες |
| κλητική | δοσατζού | δοσατζούδες | ||
| Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δοσατζού < δοσατζ(ής) + κατάληξη θηλυκού -ού
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðo.saˈd͡zu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δο‐σα‐τζού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.