δοσατζής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δοσατζής οι δοσατζήδες
      γενική του δοσατζή των δοσατζήδων
    αιτιατική τον δοσατζή τους δοσατζήδες
     κλητική δοσατζή δοσατζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δοσατζής < δόση + -τζής

Ουσιαστικό

δοσατζής αρσενικό (θηλυκό: δοσατζού)

Συνώνυμα

Παράγωγα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.