δομομονάδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δομομονάδα | οι | δομομονάδες |
| γενική | της | δομομονάδας | των | δομομονάδων |
| αιτιατική | τη | δομομονάδα | τις | δομομονάδες |
| κλητική | δομομονάδα | δομομονάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðo.mo.moˈna.ða/
Ουσιαστικό
δομομονάδα θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.