δομομονάδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δομομονάδα οι δομομονάδες
      γενική της δομομονάδας των δομομονάδων
    αιτιατική τη δομομονάδα τις δομομονάδες
     κλητική δομομονάδα δομομονάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δομομονάδα < νεολογισμός του 21ου αιώνα < συμφυρμός των δομική > δομο- + μονάδα
ή δομικ(ός) + -ο- + μονάδα με μετατροπή του δομικο- σε δομο- + μονάδα (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Προφορά

ΔΦΑ : /ðo.mo.moˈna.ða/

Ουσιαστικό

δομομονάδα θηλυκό

  • (τεχνολογία) δομική μονάδα συστήματος (π.χ. φυσιολογίας, αρχιτεκτονικής, προγράμματος)
    (Χρειάζεται παραδείγματα)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.