δολιεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- δολιεύομαι < (ελληνιστική κοινή) δολιεύομαι < αρχαία ελληνική δόλιος < δόλος
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | δολιεύομαι | δολιευόμουν(α) | θα δολιεύομαι | να δολιεύομαι | ||
| β' ενικ. | δολιεύεσαι | δολιευόσουν(α) | θα δολιεύεσαι | να δολιεύεσαι | (δολιεύου) | |
| γ' ενικ. | δολιεύεται | δολιευόταν(ε) | θα δολιεύεται | να δολιεύεται | ||
| α' πληθ. | δολιευόμαστε | δολιευόμαστε δολιευόμασταν |
θα δολιευόμαστε | να δολιευόμαστε | ||
| β' πληθ. | δολιεύεστε | δολιευόσαστε δολιευόσασταν |
θα δολιεύεστε | να δολιεύεστε | (δολιεύεστε) | |
| γ' πληθ. | δολιεύονται | δολιεύονταν δολιευόντουσαν |
θα δολιεύονται | να δολιεύονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | δολιεύτηκα | θα δολιευτώ | να δολιευτώ | δολιευτεί | ||
| β' ενικ. | δολιεύτηκες | θα δολιευτείς | να δολιευτείς | δολιεύσου | ||
| γ' ενικ. | δολιεύτηκε | θα δολιευτεί | να δολιευτεί | |||
| α' πληθ. | δολιευτήκαμε | θα δολιευτούμε | να δολιευτούμε | |||
| β' πληθ. | δολιευτήκατε | θα δολιευτείτε | να δολιευτείτε | δολιευτείτε | ||
| γ' πληθ. | δολιεύτηκαν δολιευτήκαν(ε) |
θα δολιευτούν(ε) | να δολιευτούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω δολιευτεί | είχα δολιευτεί | θα έχω δολιευτεί | να έχω δολιευτεί | δολιευμένος | |
| β' ενικ. | έχεις δολιευτεί | είχες δολιευτεί | θα έχεις δολιευτεί | να έχεις δολιευτεί | ||
| γ' ενικ. | έχει δολιευτεί | είχε δολιευτεί | θα έχει δολιευτεί | να έχει δολιευτεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε δολιευτεί | είχαμε δολιευτεί | θα έχουμε δολιευτεί | να έχουμε δολιευτεί | ||
| β' πληθ. | έχετε δολιευτεί | είχατε δολιευτεί | θα έχετε δολιευτεί | να έχετε δολιευτεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν δολιευτεί | είχαν δολιευτεί | θα έχουν δολιευτεί | να έχουν δολιευτεί | ||
Μεταφράσεις
δολιεύομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.