δοκιμιογράφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | δοκιμιογράφος | οι | δοκιμιογράφοι |
| γενική | του/της | δοκιμιογράφου | των | δοκιμιογράφων |
| αιτιατική | τον/τη | δοκιμιογράφο | τους/τις | δοκιμιογράφους |
| κλητική | δοκιμιογράφε | δοκιμιογράφοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.